- νομιτεύομαι
- νομιτεύομαι (Α)1. (σχετικά με νομίσματα ή σταθμά) έχω σε ισχύ2. είμαι σε κυκλοφορία, ισχύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. μτγν. τ. τού νομιστεύομαι (πρβλ. θεμιστεύω—θεμιτεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομιτευομένης — νομιτεύομαι pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιτεύει — νομιτεύομαι pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιτεύεται — νομιτεύομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)